σεισμολογικός

σεισμολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σεισμολογία: Σεισμολογικές έρευνες. – Σεισμολογικά κέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεισμολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία ή στον σεισμολόγο 2. φρ. «σεισμολογικό ινστιτούτο» ίδρυμα στο οποίο μελετώνται οι σεισμοί με τη χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”